Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2017

Ο φίλος μου ο Λάμπης (ΙΙ)

Με τον Λάμπη πριν μερικά χρόνια στη Λίμνη Πλαστήρα
Μισό λεπτό να θυμηθώ πού είχα μείνει... α,ναι!..
Επτά χρόνια πίσω, το 2010, τότε που έγραφα..."Παλιός συνάδελφος βγήκε σε σύνταξη πριν από μερικά χρόνια. Διαφωνούμε σε πολλά. Γαύρος και Αρκάς εγώ, Παοκτζής και Πόντιος εκείνος. Φιλελεύθερος και Δακίτης εγώ, Σοσιαλιστής και Πασκίτης αυτός. Πολλές φορές αναρωτιόμαστε και οι δυο τι είναι εκείνο που μας κάνει να νιώθουμε τόσο δυνατά αισθήματα φιλίας ο ένας για τον άλλο. Ίσως για να επιβεβαιώνουμε τον φυσικό νόμο που θέλει τα αντίθετα να έλκονται. Από την άλλη όμως-τώρα που το σκέφτομαι- νομίζω πως έχουμε και αρκετά κοινά . Μας ενώνει η αγάπη για την εκπαίδευση. Το όραμα για ένα καλύτερο σχολείο. Το όνειρο να δούμε κάποτε το δάσκαλο περήφανο και αξιοπρεπή, καταξιωμένο κοινωνικά και οικονομικά. Είναι και κάτι άλλο. Θαυμάζω τον Λάμπη. Τον είχα Διευθυντή πριν πολλά χρόνια στο 3ο Δ.Σ Χαλανδρίου. Δίκαιος, δημοκρατικός, εργατικός, φιλικός, ανθρώπινος. Αλλά και απαιτητικός. Πρώτα από τον εαυτό του και μετά από τους άλλους. Και αυστηρός όταν πρέπει. Κερδίζεις όταν συζητάς μαζί του. Πολλές φορές νιώθω την ανάγκη να τον συμβουλευτώ τόσο για εκπαιδευτικά όσο και για συνδικαλιστικά θέματα. Η εμπειρία του είναι πολύτιμη. Διετέλεσε επί πολλά χρόνια μέλος σε Δ.Σ , αντιπρόσωπος σε Γ.Σ της ΔΟΕ και Πρόεδρος του μεγαλύτερου συλλόγου της χώρας –όπως λέει με καμάρι - του Συλλόγου Εκπαιδευτικών στο Περιστέρι. Κάθε φορά με εκπλήσσει με τις ιδέες του. Με το φρέσκο μυαλό του και τις αναλύσεις του. Δεν είναι λίγες οι φορές που μου «τραβάει το αυτί» όταν ο παρορμητισμός μου με οδηγεί σε λάθος μονοπάτια..."

Προχτές των Τριών Ιεραρχών, που γιορτάζουν οι δάσκαλοι, ένας παλιός μαθητής του... ο Παύλος Αυγερινόπουλος, από την Ξυλοκέρα Ηλείας έγραψε και κοινοποίησε στο προφίλ του στο FB δυο λόγια για τον Δάσκαλο γεμάτα συναίσθημα και ευγνωμοσύνη για όσα πρόσφερε στον ίδιο, στους συμμαθητές του και στην κοινωνία της  Ξυλοκέρας στα πρώτα Μεταπολιτευτικά χρόνια που υπηρέτησε στο χωριό... Διαβάζοντας το κείμενο πέρα από  συγκίνηση και  θαυμασμό ανακαλύπτεις ένα σύγχρονο Δελμούζο,διαχρονικό παράδειγμα για κάθε εκπαιδευτικό για το πώς μπορεί να μεταμορφώσει ένα εκπαιδευτήριο σε σχολείο της φύσης,των χρωμάτων και της ζωής και να απογειώσει τους μαθητές του. Δεν σας κρύβω ότι νιώθω και μια δόση ζήλιας... Άραγε θα βρεθεί κάποιος παλιός μαθητής μου να πει δυο ζεστά λόγια και για μένα; μπα!


Ο μαθητής Παύλος Αυγερινόπουλος
όπως είναι σήμερα
 Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ 
(Του Παύλου Αυγερινόπουλου)

Ο νεαρός που κατέβηκε απ’ το αστικό λεωφορείο, στο κέντρο ενός πεδινού χωριού του Πύργου εκείνο το φθινοπωρινό απογεματάκι του 1974, ήταν γύρω στα τριάντα. Ψηλός, λεπτός, μελαχρινός, με κατάμαυρο μαλλί που αραίωνε σιγά-σιγά στο πάνω μέρος του κεφαλιού, σμιχτά χοντρά φρύδια, γένι δύο ημερών, με καρό πουκάμισο σε αποχρώσεις του μπορντό, ψαθί ανοιχτόχρωμο παντελόνι, μπεζ λεπτό ριχτό μπουφάν και ταμπά φθαρμένα, αλλά φρεσκοβαμμένα παπούτσια.
Κοίταξε λίγο ένα γύρο, σα να ήθελε να προσανατολιστεί και δρασκέλισε με σβελτάδα τα είκοσι πέτρινα σκαλούνια που οδηγούσαν στην κεντρική πλατεία, την οποία διέσχισε και κατόπιν ανέβηκε άλλα πεντέξι σκαλιά και μπήκε από τη στενή πράσινη πόρτα, που τον χώραγε ίσα-ίσα στο καφενείο ¨Το Νέον¨, του Φίτσου.
-Κέρασ’ το παιδί! Πρόσταξε το Φίτσο ο Πυργιοβολής που έπαιζε πρέφα, χωρίς να δει καλά-καλά το νεοφερμένο, απορροφημένος μέσα απ’ τα χοντρά, μαύρα γυαλιά του απ’ τις ντάμες και τους βαλέδες που έκρυβε στα ροζιασμένα από το μυστρί χέρια του.
Ο νέος, αφού χαιρέτισε πρόσχαρα το … καφενείασμα, έκατσε σ’ ένα τσίγκινο στρόγγυλο τραπεζάκι κι έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα πακέτο Άσο Έξπορτ κι ένα κουτί σπίρτα.
-Τι θα πιείς; Τον ρώτησε θαρρετά ο Φίτσος.
-Ένα μέτριο παρακαλώ. Του είπε ο νέος πελάτης.
Οι καφενόβιοι χωρικοί, με την κοφτερή αλλά δήθεν αδιάφορη ματιά τους, τον έκοβαν απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια. «Τι νάναι τούτος;» αναρωτιόνταν από μέσα τους.
Για Μωραϊτης δεν τους έμοιαζε, σίγουρα ήταν ξενομερίτης, αλλά τι γύρευε στο χωριό τους; Η επαρχιώτικη περιέργειά τους ήθελε να ξεχυθεί σαν το αφηνιασμένο άλογο, αλλά και η κουτοπονηριά τους, δεν τους επέτρεπε να … εκτεθούν και να τον ρωτήσουν. Έπλαθαν λοιπόν διάφορα σενάρια για τον απρόσμενο επισκέπτη και την ιδιότητά του και περίμεναν να τον ρωτήσει κάποιος άλλος, εκτός απ’ αυτούς.
Αφού πέρασαν λίγα λεπτά και ο νεοφερμένος άναψε τσιγάρο, ο δε Φίτσος του σερβίρισε τον καφέ και ο νεαρός χαιρέτισε τον Πυργιοβολή, ο γερο-Καρύδας, δεν άντεξε άλλο την αναμονή και τον ρώτησε με θάρρος και ενδιαφέρον:
-Πούθε είσαι ρε παλληκάρι;
-Αφήστε! Από πολύ μακριά. Είπε γελώντας ο νέος.
-Από πούθε;
-Απ’ τη Μακεδονία…
-Ουουου! Ακούστηκε από καμιά τριανταριά στόματα, έκπληκτων χωριανών, σα να τους είπε ¨από την Ιαπωνία¨.
-Με τι ασχολιόσαστε; Ρώτησε ένας γέρος; Μήπως παίρνουτε σταφίδα;
-Όχι είπε χαμογελώντας ο νέος… δεν είμαι σταφιδέμπορος, είμαι ο νέος σας δάσκαλος. Μήπως είν’ εδώ ο Πρόεδρος του χωριού;
-Είναι στο απουκάτου καφενείο … ρε Νύσο αμόλα (=πετάξου) εδεκείλια μια πιλάλα να του φωνάξεις ναρθεί εδωχάμου, είπε ο γέρος σε έναν εικοσάρη.
Ο Νύσος πετάχτηκε και σε λίγο έφερε τον Πρόεδρο που καλωσόρισε το νέο στην κοινότητα και του έδωσε τα κλειδιά του τριθέσιου δημοτικού σχολείου του χωριού.
Στο διάστημα που μεσολάβησε οι θαμώνες κοίταζαν το νεαρό δάσκαλο σαν … αστροναύτη, διότι τον φαντάζονταν αλλιώς: με κουστούμι, γελέκο, γραβάτα και λαδωμένο μαλλί με μπριγιόλ.
-Σας περιμέναμε, του είπε ο Πρόεδρος, αλλά καθυστερήσατε …
-Ήμουν επιστρατευμένος … Προχτές απολύθηκα.
Οι θαμώνες άφησαν τα χαρτιά, τα φλυτζάνια και τα μπεγλέρια τους, σχημάτισαν ένα ημικύκλιο μπροστά του και έπιασαν ψιλοκουβέντα με το Δάσκαλο.
-Νάστε αυστηρός με τα παιδιά. Τα παιδιά θέλουν ξύλο και νηστεία για να γίνουν ανθρώποι, είπε ένας.
-Νηστεία, νηστεία, ψωμί και τιμωρία, είπε ένας άλλος.
-Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο, απεφάνθη ένας τρίτος.
 -Έχω τις ενστάσεις μου, τους είπε ο Δάσκαλος μειδιάζων. Νομίζω ότι η γνώση διδάσκεται πιο πολύ με το καλό παρά με το βούρδουλα. Εσάς θέλετε να σας χτυπούν, όταν κάνετε ένα λάθος στη δουλειά σας;
Αυτό το επιχείρημα δίχασε το πλήθος, που άρχισε να ψιλομουρμουρίζει και το μισό εξ’ αυτού να αναρωτιέται «Μμμμ ωραίος Δάσκαλος είναι τούτος! Α, ρε γράμματα που θα μάθουν τα παιδιά μας!»
Ο Πρόεδρος θέλοντας να προφυλάξει λίγο το Δάσκαλο από τις … παιδαγωγικές απόψεις του πλήθους, του είπε:
-Θέλτε να πάμε να δούτε το σκολείο;
 -Είναι μακριά;
-Μπα εδωπάλια, ούτε 400 μέτρα.
Ο Δάσκαλος χαιρέτισε τους χωρικούς και σε λίγα λεπτά διάβαινε την βαριά καγκελόπορτα του σχολείου....

 -Εδώ ’μαστε. Του είπε ο Πρόεδρος. Πότε αρχινάτε;
-Από αύριο Δευτέρα με το καλό είπε ο Δάσκαλος.
-Πως λεγόστε; -Χαράλαμπος Κυριαζίδης.
-Και πούθε είσαστε;
-Από την Κοζάνη.
 -Νάστε καλά και καλή αρχή!
Το νέο διαδόθηκε ως … ιός σε όλο το χωριό: ήρθε ο καινούργιος Δάσκαλος, που δε φοράει κουστούμι, γελέκο, γραβάτα και παντελόνι ρεβέρ, είν’ απ’ την Κοζάνη και θα ‘ρθεί στο σχολείο με τη γυναίκα του παρέα.
 Τότε πήγαινα στην Ε΄ Τάξη και ήξερα ότι ο Δάσκαλος θα έπαιρνε την Ε΄ και τη ΣΤ΄. Είχα λοιπόν μαζί με τους μαθητές αυτών των τάξεων μια περιέργεια για το πώς θα είναι ο νέος Δάσκαλος...

 Όταν ξημέρωσε η Δευτέρα και πήγαμε σχολείο είδαμε το μαυριδερό, λεπτόκορμο Δάσκαλο και περιμέναμε να δούμε τι θα πει και τι θα κάνει μετά την προσευχή.
 Μας μίλησε με εγκαρδιότητα, θαλπωρή και αγάπη και μας είπε ότι το σχολείο μας είναι ονομαστό για τους καλούς ανθρώπους που έχει βγάλει απ’ τα θρανία του, ανεβάζοντας το ηθικό και το φρόνημά μας. Επίσης δε χτύπησε με τη βέργα τα παιδιά (που την προηγούμενη μέρα έπαιζαν κρυφά στην πλατεία), όπως έκανε το άξεστο και σκληρόκαρδο γίδι από τη Νεμούτα που είχαμε για δάσκαλο την προηγούμενη χρονιά.
Θυμάμαι ακόμα και τώρα (σαράντα δύο χρόνια μετά!) το πρώτο μάθημα που κάναμε.
Τι λέξεις χρησιμοποιούσε! Τι ωραία άρθρωση! Τι πάθος είχε για ό,τι δίδασκε! Πως κρεμόμασταν απ’ τα χείλη του! Είχε μια βέργα από κυδωνιά που τη χρησιμοποιούσε μόνο για να δείχνει.
Χρησιμοποιούσε ό,τι εποπτικά μέσα είχε το σχολείο για να μας μαθαίνει γεωμετρία, ιστορία, γεωγραφία, θρησκευτικά, φυσικοχημεία. Και πολυτάλαντος: στα διαλείμματα έπαιζε μαζί μας ποδόσφαιρο και άλλοτε έκανε το διαιτητή με μια πλακέ σφυρίχτρα που είχε. Ζωγράφιζε στον πίνακα ή σε χαρτιά ή έφτιανε σκηνογραφίες για το σχολικό μας θέατρο, τραγουδούσε σωστά και επένδυε μουσικά τις σχολικές μας εκδηλώσεις με το ογδοντάρι (=ογδόντα μπάσων) κόκκινο ακορντεόν του, συνοδεύοντας μελωδικά τη χορωδία του σχολείου μας.
Έγραφε σε μεγάλα χαρτόνια με μπλε και κόκκινα καλλιγραφικά γράμματα κανόνες της γραμματικής και της αριθμητικής, όπως: «Η μακροκατάληκτη γενική ενικού και πληθυντικού όταν τονίζεται στη λήγουσα, παίρνει περισπωμένη», ή «Τα ρήματα που τελειώνουν σε -ίζω, γράφοντα με ι. Εξαιρούνται τα: αναβλύζω, γογγύζω, δακρύζω, ...», ή «Παράδειγμα απλής μεδόδου των τριών…» και κατόπιν τα αναρτούσε στους τοίχους.
 Όταν είχαμε εκκλησιασμό, ανέβαινε στο ψαλτήρι κι έψελνε.
 Ασχολιόταν με τις επισκευές του σχολείου: έσπαγε ένα τζάμι; Μόνος του το αγόραζε, το έφερνε, το τοποθετούσε. Χάλαγε μια κλειδωνιά; Μόνος του την άλλαζε. Κάποια θρανία ή κάποια έπιπλα ήθελαν βάψιμο; Μόνος του τα έβαφε.
 Μεριμνούσε για την καλλιέργεια ενός πορτοκαλοπερίβολου του σχολείου και όταν γίνονταν τα πορτοκάλια, μας έβαζε στη γραμμή και μας μοίραζε στα διαλείμματα, τα νόστιμα αυτά φρούτα.
Φύτεψε έναν πανέμορφο κήπο με μεγάλη ποικιλία λουλουδιών, τον οποίο συντηρούσε όλο το χρόνο με δικά του έξοδα και στα διαλείμματα ήταν πάντα μαζί μας στο προαύλιο με την αγαπημένη του σύζυγο κυρία Ελένη, που δυστυχώς έφυγε νωρίς, συζητώντας μαζί μας και λέγοντάς μας ιστορίες, ανέκδοτα, αινίγματα.
Μια μέρα μας είπε:
-Ξέρετε κανένα τραγουδάκι;
-Μάαααααλιστα, είπαμε όλα με μια φωνή.
-Για τραγουδείστε. Του είπαμε το «Η κυρά μας η Καλή» και το «Η Κουκουβάγια».
 -Τι είναι αυτά ρε; Είπε γελώντας. Αυτά τα λένε στο νηπιαγωγείο. Για ακούστε δω...
Και μας έπαιξε και μας τραγούδησε με το ακορντεόν του το «Ένα το χελιδόνι».
-Σας αρέσει;
-Μάαααλιστα!!!!
-Τέτοια τραγούδια θα μάθουμε.
-Κύριε, κύριε!
-Τι είναι Παύλε;
-Μην το πούμε αυτό το τραγούδι, διότι ο θείος μου λέει ότι είναι του Θοδωράκη και θα μας πάει μέσα ο Αστυνόμος.
 -Παύλε, πες στο θείο σου ότι τώρα αλλάξανε τα πράματα, έχουμε Δημοκρατία.
Όταν τελειώναμε τα μαθήματα, άλλοτε μας διάβαζε παραμύθια κι άλλοτε κεφάλαια απ’ το Διγενή Ακρίτα. Αγαπούσε πολύ να μας διαβάζει το Διγενή, καθώς ο ίδιος καταγόταν από τον Πόντο και οι γονείς του ήσαν απόγονοι των Κομνηνών.

Αιώνιος έφηβος 
Με το Λάμπη Κυριαζίδη περάσαμε δύο αξέχαστα χρόνια και αγαπήσαμε το Σχολείο. Κράτησα επαφή μαζί του και κατά τα φοιτητικά αλλά και τα ύστερα χρόνια. Τώρα είμαστε φίλοι και στο φέισμπουκ. Είναι ακόμα ο αγαπημένος μου Δάσκαλος και τον ακούω. Αν και είμαι ήδη 52, δεν παύω να είμαι μαθητής του.
Σήμερα που είναι η γιορτή των Γραμμάτων τον θυμήθηκα περισσότερο.
Να είναι καλά με τα αγαπημένα του πρόσωπα! (Στη φωτογραφία ο Λάμπης Κυριαζίδης με την αγαπημένη του Ποντιακή Στολή).

Δεν υπάρχουν σχόλια: